ραγισματιά

ραγισματιά
η см. ράγιση 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ραγισματιά" в других словарях:

  • ραγισματιά — και ραϊσματιά, η, Ν [ράγισμα, ατος] το αποτέλεσμα τού ραγίζω, ράγισμα, ρωγμή, σκάσιμο …   Dictionary of Greek

  • αραλίκι — το 1. χαραμάδα, ραγισματιά 2. ανάπαυση, νωθρότητα, τεμπελιά 3. κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία 4. άνεση, ευρυχωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aralik «μέσον, διάστημα τόπου και χρόνου»] …   Dictionary of Greek

  • χάραγμα — άγματος, το, ΝΜΑ, και χάραμα Ν [χαράσσω] η ενέργεια τού χαράζω, χάραξη γραμμών, γραμμάτων ή σχεδίων πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο νεοελλ. 1. ρωγμή, ραγισματιά 2. (μόνον στον τ. χάραμα) ξημέρωμα, λυκαυγές μσν. γράμμα τού αλφαβήτου μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ράγισμα — το, ατος και ραγισματιά, η ραγάδα, ρωγμή, σκάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»